ἀγχιμαχητής

ἀγχιμαχητής
ἀγχέμαχητος
masc nom sg
ἀγχιμαχητής
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγχιμαχητής — ἀγχιμαχητής, ο (Α) (μόνο στον πληθ.) οἱ ἀγχιμαχηταί, αυτοί που μάχονται σώμα με σώμα, εκ τού πλησίον (πρβλ. ἀγχέμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μαχητής] …   Dictionary of Greek

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • ἀγχιμαχηταί — ἀγχέμαχητος masc nom/voc pl ἀγχιμαχητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”